Σκίρτος

Σκίρτος
ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι τού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό *σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σκίρτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίρτου — Σκίρτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίρτους — Σκίρτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Скирт —    • Scirtus,          Σκίρτος, западный приток Хабора (н. Хабур) в Месопотамии. Он происходил от слияния 25 источников и протекал мимо Эдессы; нынешнее имя Дайсан, равнозначное с древним, заимствовано от прыгающего его течения …   Реальный словарь классических древностей

  • σκιρτοπόδης — ὁ, Α αυτός που έχει πόδια επιτήδεια στο σκίρτημα («Σάτυρος σκιρτοπόδης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό *σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ) + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. στραβοπόδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”